Перевод: с немецкого на все языки
ἐξ ὅτου 'γὼ ῥύπτομαι
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
ρύπτω — Α 1. καθαρίζω κάτι από τους ρύπους, από τις ακαθαρσίες που έχει 2. (ιδίως) πλένω κάτι με σαπούνι ή με σταχτόνερο 3. παροιμ. φρ. «ἐξ ὅτου γὼ ῥύπτομαι» αφ ότου άρχισα να πλύνομαι, δηλαδή από την παιδική μου ηλικία (Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύπος +… … Dictionary of Greek